- πηδηθμός
- πηδ-ηθμός, ὁ,A pulsation,
φλεβῶν Hp.Epid.7.39
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φλεβῶν Hp.Epid.7.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηδηθμός — pulsation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδηθμός — ὁ, Α σκίρτημα, παλμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηδῶ + επίθημα θμός (πρβλ. κινη θμός)] … Dictionary of Greek
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek